ακτσέ

ακτσέ
το
τουρκική ονομασία τής αργυρής οθωμανικής νομισματικής μονάδας. Από τους Ευρωπαίους συγγραφείς, ο όρος ακτσέ αποδόθηκε γενικότερα ως aspre ή asper από την ελληνική λέξη άσπρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ξενικό < λέξη τουρκική, υποκορ. τής λ. ak «άσπρος». Αξίζει να σημειωθεί ότι ανάλογη σημασιολογική σχέση (άσπρος-νόμισμα) παρατηρείται και στην αντίστοιχη λ. άσπρος τής Ελληνικής, που, αντίστροφα, από τη σημασία «τού τραχέος» (από λατ. asper «τραχύς»), δήλωσε, στη μεσαιωνική περίοδο, είδος νομίσματος, ιδίως ασημένιου (το ἄσπρον ή, σε πληθ. τα ἄσπρα), από όπου μετά προέκυψε η σημασία «λευκός, άσπρος». Το ίδιο συνέβη και με το μσν. γαλλ. blanc, που σήμαινε επίσης ασημένιο νόμισμα και χρώμα (λευκός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ακτσέ-Κοτζά — (14ος αι.). Οθωμανός στρατηγός. Συνέβαλε μαζί με τον Κονούρ Αλπ, τον Αμπντούλ Ραχμάν και τον Μιχαήλ Κιοσέ στην καθυπόταξη της Μικράς Ασίας στους Οθωμανούς. Επί σουλτάνου Ορχάν κατέλαβε τα τελευταία βυζαντινά οχυρά στο Σαγγάριο και με δόλο τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”